- ζιγκολέτ(α)
- η ακλ. уличная девчонка; девица лёгкого поведения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζιγκολέτ — και ζιγκολέτα, η κορίτσι τού δρόμου, νέα γυναίκα ελευθέριων ηθών, που συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία, απάχισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolette, θηλ. τού gigolo] … Dictionary of Greek
Ντεκουρσέλ, Πιερ — (Pierre De Curcelle, 1856 – 1926). Γάλλος λογοτέχνης και συγγραφέας θεατρικών έργων. Η γραφή και η θεματολογία του ήταν λαϊκές. Ασχολήθηκε επίσης με κινηματογραφικά σενάρια. Μερικά από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του είναι Η Ζιγκολέτ, Τα μυστήρια … Dictionary of Greek